ἔναυσιν

ἔναυσιν
ἔναυσις
taking
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • έναυση — η (AM ἔναυσις) άναμμα, ανάφλεξη («πυρὸς ἔναυσιν ἀνθρώπους ἐδίδαξαν», Πλούτ.) νεοελλ. (μεταλλ.) η πρόκληση τής έκρηξης μιας εκρηκτικής ουσίας με έναυσμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”